- Ἰασέως
- Ἰασέω̆ς , Ἰασεύςmasc gen sgἸασεύςmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰάσεως — ἰά̱σεω̆ς , ἴασις healing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασίασις — ιάσεως, ἡ, Α [στασιάζω] η υποκίνηση σε στάση, εξέγερση … Dictionary of Greek
στενοκορίασις — ιάσεως, ἡ, Α η πέρα από το κανονικό συστολή τής κόρης τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κόρη + ίασις*] … Dictionary of Greek
υδερίασις — ιάσεως, ἡ, Μ [ὑδεριῶ] υδρωπικία … Dictionary of Greek
ιήιος — ἰήϊος, ον, θηλ. και ἰηΐα (Α) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ἰήϊος επίθ. τού Απόλλωνος, τού θεού τον οποίο επικαλούνταν οι λάτρεις του με την κραυγή ἰὴ ή ἰὴ παιών, ἰὴ παιάν 2. επίπονος, θλιβερός, λυπηρός 3. φρ. «ἰήϊος βοά» και «ἰήϊος γόος» κραυγή… … Dictionary of Greek
σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek
σπονδυλίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. φλεγμονή ενός ή περισσότερων σπονδύλων, που προκαλείται κυρίως από πυογόνα μικρόβια 2. φρ. α) «τραυματική σπονδυλίτιδα» ιατρ. όψιμη παραμόρφωση τής σπονδυλικής στήλης ύστερα από κάκωση και μετά από περίοδο φαινομενικής ιάσεως, αλλ.… … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek